σημειώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui est un signe, qui signifie, qui présage;<br /><b>2</b> digne d'attention, notable;<br /><i>Sp.</i> σημειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui est un signe, qui signifie, qui présage;<br /><b>2</b> [[digne d'attention]], [[notable]];<br /><i>Sp.</i> σημειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], -ωδης.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:15, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειώδης Medium diacritics: σημειώδης Low diacritics: σημειώδης Capitals: ΣΗΜΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: sēmeiṓdēs Transliteration B: sēmeiōdēs Transliteration C: simeiodis Beta Code: shmeiw/dhs

English (LSJ)

ες, A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2. II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Thphr.Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. σημειωδῶς = remarkably, Str.16.2.28.

German (Pape)

[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d'attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

σημειώδης:
1 являющийся предвестником, предвещающий (αἱ ἅλῳ περὶ τοὺς ἀστέρας Arst.);
2 пророческий, вещий (ἡ ὄψις τῶν γυπῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σημεῖον
1. αξιόλογος, σημαντικός
2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον
3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος.
επίρρ...
σημειωδῶς Α
αξιοσημείωτα.

Greek Monotonic

σημειώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σε Στράβ.

Middle Liddell

σημει-ώδης, ες εἶδος
marked, remarkable, Strab.