φλεγυρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> enflammé;<br /><b>2</b> qui brûle, qui enflamme.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> [[enflammé]];<br /><b>2</b> qui brûle, qui enflamme.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:03, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγῠρός Medium diacritics: φλεγυρός Low diacritics: φλεγυρός Capitals: ΦΛΕΓΥΡΟΣ
Transliteration A: phlegyrós Transliteration B: phlegyros Transliteration C: flegyros Beta Code: fleguro/s

English (LSJ)

ά, όν, A burning, inflamed, Hp. ap. Gal.19.152. II metaph., hot, ardent, Μοῦσα Ar.Ach.665 (lyr.). 2 = ὑβριστικός, Hsch.; ψῆφος Cratin.57 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1291] 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 enflammé;
2 qui brûle, qui enflamme.
Étymologie: φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

φλεγῠρός: огненный, пламенный (Μοῦσα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεγῠρός: -ά, -όν, ὡς τὸ φλογερός, «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ οἷον φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., θερμός, φλογερός, Μοῦσα Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ ψῆφος βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν θέμα ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. φλογερός
2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης
β) πιθ. περίφημος, ονομαστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ- του θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα -ρός (πρβλ. ψυχ-ρός)].

Greek Monotonic

φλεγῠρός: -ά, -όν (φλέγω), φλεγόμενος· μεταφ., φλογερός, διακαής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φλεγῠρός, ή, όν φλέγω
burning: metaph. ardent, Ar.