θρανεύω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=étendre sur un chevalet de tanneur;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=étendre sur un chevalet de tanneur;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[θρανεύο]]μαι <i>au sens Passif</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρᾶνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:50, 28 November 2022
German (Pape)
[Seite 1215] über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι.
French (Bailly abrégé)
étendre sur un chevalet de tanneur;
Moy. θρανεύομαι au sens Passif.
Étymologie: θρᾶνος.
Russian (Dvoretsky)
θρᾱνεύω: (fut. med.-pass. θρανεύσομαι) распяливать на дубильной доске (ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
θρανεύω: ἐκτείνω, τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, κυρίως ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. θρανύσσω.
Greek Monolingual
θρανεύω (Α) θρόνος
(για δέρμα) τεντώνω, απλώνω επάνω σε βυρσοδεψικό θράνο για κατεργασία.