προγάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ορος (=κοιλαράς). Ἀπό τό [[πρό]] + [[γαστήρ]] (=κοιλιά).
|mantxt=-ορος (=[[κοιλαράς]]). Ἀπό τό [[πρό]] + [[γαστήρ]] (=[[κοιλιά]]).
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγάστωρ Medium diacritics: προγάστωρ Low diacritics: προγάστωρ Capitals: ΠΡΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: progástōr Transliteration B: progastōr Transliteration C: progastor Beta Code: proga/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, pot-bellied, potbellied, paunchy, Gerhard Phoinix p.6, Str.4.4.6, App.Anth.5.11, Luc.Nec.11, Gal.10.145, Adam.2.31; of a pot-bellied bottle, Antiph. 224.6: Comp. προγαστρότερα Hp.Aër.24.

German (Pape)

[Seite 713] ορος, ὁ, ἡ, mit vorstehendem Bauche, Hängebauch; En. ad. 552 (App. 321); vgl. Schol. Ar. Ran. 202; Luc. Merc. cond. 42 u. oft. – Auch πρόγαστρος, Galen. (?).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
au ventre énorme.
Étymologie: πρό, γαστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγάστωρ -ορος [πρό, γαστήρ] dikbuikig.

Russian (Dvoretsky)

προγάστωρ: ορος adj. толстобрюхий, пузатый Luc., Anth.

Greek Monolingual

ο, η / προγάστωρ, -ορος, ΝΑ, και προγάστορας Ν
αυτός που έχει προτεταμένη την κοιλιά του, ο κοιλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. υδρο-γάστωρ].

Greek Monotonic

προγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

προγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προτεταμένην τὴν κοιλίαν, «κοιλαρᾶς», πιθ. γραφὴ ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 295, Στράβ. 199, Ἀνθ. Π. παραρτ. 321, Λουκ. Νεκυομ. 11· τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» παρ’ Ἀθηναίῳ 500F.

Middle Liddell

προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, γαστήρ
fat-paunch, Anth.

Mantoulidis Etymological

-ορος (=κοιλαράς). Ἀπό τό πρό + γαστήρ (=κοιλιά).