ραπίζω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=δέρνω). Ἀπό τό οὐσ. [[ραπίς]] -ίδος (=[[ραβδί]]) ἀπό ρίζα ρα- ἤ ϝρεπ- τοῦ [[ρέπω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ράπισμα]], [[ραπισμός]]. | |mantxt=(=[[δέρνω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[ραπίς]] -ίδος (=[[ραβδί]]) ἀπό ρίζα ρα- ἤ ϝρεπ- τοῦ [[ρέπω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ράπισμα]], [[ραπισμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 29 November 2022
Greek Monolingual
ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη του χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώ («ῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. ῥάψ, ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ῥέπω, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].
Mantoulidis Etymological
(=δέρνω). Ἀπό τό οὐσ. ραπίς -ίδος (=ραβδί) ἀπό ρίζα ρα- ἤ ϝρεπ- τοῦ ρέπω.
Παράγωγα: ράπισμα, ραπισμός.