τημελής: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἐπιμελής]], προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό [[μέλω]] ἤ μέ τό τηρῶ (=[[φροντίζω]]) ἤ ἀκόμη μέ τό [[ταμίας]] ἤ μέ τό προθεματ. τη + [[μέλω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τημέλεια]] (=φροντίδα), τημελῶ (=[[φροντίζω]]), [[ἀτημελής]], ἀτημελῶ. [[ἀτημέλητος]]. | |mantxt=(=[[ἐπιμελής]], προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό [[μέλω]] ἤ μέ τό τηρῶ (=[[φροντίζω]]) ἤ ἀκόμη μέ τό [[ταμίας]] ἤ μέ τό προθεματ. τη + [[μέλω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τημέλεια]] (=[[φροντίδα]]), τημελῶ (=[[φροντίζω]]), [[ἀτημελής]], ἀτημελῶ. [[ἀτημέλητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. -ῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)
German (Pape)
[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].
Mantoulidis Etymological
(=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντίζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος.