ἄκρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[ἄκρυπτος]] -ον [ἀ-, [[κρύπτω]] niet verborgen, onbedekt.
|elnltext=[[ἄκρυπτος]] -ον [ἀ-, [[κρύπτω]] [[niet verborgen]], [[onbedekt]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρυπτος Medium diacritics: ἄκρυπτος Low diacritics: άκρυπτος Capitals: ΑΚΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: ákryptos Transliteration B: akryptos Transliteration C: akryptos Beta Code: a)kruptos

English (LSJ)

ον, unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.

German (Pape)

[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non caché.
Étymologie: , κρυπτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκρυπτος -ον [ἀ-, κρύπτω niet verborgen, onbedekt.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.

Greek Monotonic

ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρύπτω
unhidden, Eur.