βοώνης: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βοώνης]] -ου, ὁ [[βοῦς]], [[ὠνέομαι]] veekoper. | |elnltext=[[βοώνης]] -ου, ὁ [[βοῦς]], [[ὠνέομαι]] [[veekoper]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὠνέομαι) at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, D.21.171, IG2.163.18.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ comprador oficial de las reses para los sacrificios públicos en Atenas Ath.Agora 19.L7.44, IG 22.1496.71 (ambas IV a.C.), D.21.171, en Delos ID 399A.17 (II a.C.)
•tratante en vacas gener., Cyr.Al.Mt.233.2.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Ochsenkäufer; in Athen die Beamten, welche den Kauf der Opferthiere besorgten, Dem. 21, 171; vgl. Harpocr. u. B. A. 219; Poll. 8, 114.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agent chargé de l'achat des bœufs pour les sacrifices publics à Athènes.
Étymologie: βοῦς, ὠνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοώνης -ου, ὁ βοῦς, ὠνέομαι veekoper.
Russian (Dvoretsky)
βοώνης: ου ὁ (в Афинах) закупщик быков (для общественных жертвоприношений) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ ὁποῖος ἠγόραζε βοῦς διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - ἐντεῦθεν βοωνέω, ἀγοράζω βοῦς, ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·
Greek Monolingual
βοώνης, ο (Α)
στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»].
Greek Monotonic
βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), στην αρχαία Αθήνα, αξιωματούχος που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ.
Middle Liddell
ὠνέομαι
at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, Dem.