ποδένδυτος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] [[om de voeten gewikkeld]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδένδῠτος Medium diacritics: ποδένδυτος Low diacritics: ποδένδυτος Capitals: ΠΟΔΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: podéndytos Transliteration B: podendytos Transliteration C: podendytos Beta Code: pode/ndutos

English (LSJ)

ον, (ἐνδύω) drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).

German (Pape)

[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.

Russian (Dvoretsky)

ποδένδῠτος: связывающий ноги (κατασκήνωμα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].

Greek Monotonic

ποδένδῠτος: -ον (ἐνδύω), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.

Middle Liddell

ποδ-ένδῠτος, ον, ἐνδύω
drawn over the feet, Aesch.