πικρόγαμος: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend. | |elnltext=πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] [[een bittere bruiloft krijgend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός III), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.
German (Pape)
[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les noces ou l'hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.
Russian (Dvoretsky)
πικρόγᾰμος: несчастный в браке или сватовстве (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).
English (Autenrieth)
having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.
Greek Monotonic
πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.
Middle Liddell
πικρό-γᾰμος, ον,
miserably married, Od.