ποικιλόθρονος: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend. | |elnltext=ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] [[op rijk versierde zetel zittend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').
German (Pape)
[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
Greek Monotonic
ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.