σπιθαμιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπιθαμιαῖος -α -ον [σπιθαμή] met de lengte van een span.
|elnltext=σπιθαμιαῖος -α -ον [σπιθαμή] [[met de lengte van een span]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐθᾰμιαῖος Medium diacritics: σπιθαμιαῖος Low diacritics: σπιθαμιαίος Capitals: ΣΠΙΘΑΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: spithamiaîos Transliteration B: spithamiaios Transliteration C: spithamiaios Beta Code: spiqamiai=os

English (LSJ)

α, ον, a span long, broad, etc., Hp.Art.72, Arist.HA630a33, Pol.1326a40, Plb.6.22.4, etc.

German (Pape)

[Seite 921] von einer Spanne, eine Spanne lang, Pol. 6, 22, 4. 34, 10, 9 u. a. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπιθαμιαῖος -α -ον [σπιθαμή] met de lengte van een span.

Russian (Dvoretsky)

σπῐθᾰμιαῖος: размером в пядь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐθᾰμιαῖος: -α, -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος κτλ. μιᾶς σπιθαμῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 4, Πολιτικ. 7. 4, 10 (σπιθαμαῖος εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 544)· - ὡσαύτως σπιθαμήσιος, α, ον, Ἀθανασ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής
νεοελλ.
μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. δακτυλ-ιαίος)].