προϋπαρχή: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προϋπαρχή -ῆς, ἡ [προϋπάρχω] voorafgaande dienst.
|elnltext=προϋπαρχή -ῆς, ἡ [προϋπάρχω] [[voorafgaande dienst]].
}}
}}

Revision as of 13:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπαρχή Medium diacritics: προϋπαρχή Low diacritics: προϋπαρχή Capitals: ΠΡΟΫΠΑΡΧΗ
Transliteration A: proüparchḗ Transliteration B: prouparchē Transliteration C: proyparchi Beta Code: prou+parxh/

English (LSJ)

ἡ, previous service, τὴν π. ἀμείψασθαι Arist.EN1165a5.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, der Anfang, vorangegangene Wohlthaten, Verdienste, ἑτέρου προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι, Arist. eth. 9, 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
service qu’on rend le premier à qqn.
Étymologie: προϋπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

προϋπαρχή: ἡ ранее оказанная услуга или помощь: τὸ τὴν προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι Arst. воздаяние за прежнюю услугу.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπαρχή: ἡ, προτέρα ὑπηρεσία, ἀμείβεσθαι τὴν πρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 5.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑπαρχή
1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση
2. προευεργέτηση.

Greek Monotonic

προϋπαρχή: ἡ, προηγούμενη υπηρεσία ή ευεργεσία, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προϋπαρχή -ῆς, ἡ [προϋπάρχω] voorafgaande dienst.