προϋπαρχή

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπαρχή Medium diacritics: προϋπαρχή Low diacritics: προϋπαρχή Capitals: ΠΡΟΫΠΑΡΧΗ
Transliteration A: proüparchḗ Transliteration B: prouparchē Transliteration C: proyparchi Beta Code: prou+parxh/

English (LSJ)

ἡ, previous service, τὴν π. ἀμείψασθαι Arist.EN1165a5.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, der Anfang, vorangegangene Wohlthaten, Verdienste, ἑτέρου προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι, Arist. eth. 9, 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
service qu'on rend le premier à qqn.
Étymologie: προϋπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

προϋπαρχή: ἡ ранее оказанная услуга или помощь: τὸ τὴν προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι Arst. воздаяние за прежнюю услугу.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπαρχή: ἡ, προτέρα ὑπηρεσία, ἀμείβεσθαι τὴν πρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 5.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑπαρχή
1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση
2. προευεργέτηση.

Greek Monotonic

προϋπαρχή: ἡ, προηγούμενη υπηρεσία ή ευεργεσία, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προϋπαρχή -ῆς, ἡ [προϋπάρχω] voorafgaande dienst.