ψυχροβαφής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld. | |elnltext=ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] [[in koud water gedompeld]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, A dipped in cold water, Luc.Lex.5. II imparted by a cold tincture, of colours and scents, ψ. ἄνθη Thphr.Od. 22.
German (Pape)
[Seite 1405] ές, 1) in kaltes Wasser getaucht, Luc. Lex. 5, bes. von glühendem Eisen. – 2) durch kalte Tinktur mitgetheilt, bes. von Farben und Gerüchen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plongé dans l'eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld.
Russian (Dvoretsky)
ψυχροβᾰφής: погруженный в холодную воду (τὸ κάρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ψυχροβᾰφής: -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ ὕδωρ ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
(για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερό
αρχ.
1. βουτηγμένος σε κρύο νερό
2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο-βαφής].