ψευδομαρτύριον: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
 
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψευδομαρτύριον -ου, τό [ψευδομάρτυς] valse getuigenis.
|elnltext=ψευδομαρτύριον -ου, τό [ψευδομάρτυς] [[valse getuigenis]].
}}
}}

Latest revision as of 13:53, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 1394] meistens im gen. ψευδομαρτυρίου δίκη, Klage wegen falsches Zeugnisses, häufiger ψευδομαρτυριῶν, Aesch.; aber auch im plur., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις, wie Plat. Theaet. 148 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
seul. au gén. sg. ψευδομαρτυρίου δίκη ATT poursuite pour faux témoignage ; c. ψευδομαρτυρία.
Étymologie: ψευδομάρτυς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. η ψευδομαρτυρία
2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» — καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, -έω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδομαρτύριον: τό Plat. = ψευδομαρτυρία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομαρτύριον -ου, τό [ψευδομάρτυς] valse getuigenis.