παιδολυμάς: Difference between revisions
From LSJ
κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παιδολυμάς -άδος, ἡ [παῖς, λύμη] [[die haar zoon vernietigt]]. | |elnltext=παιδολυμάς -άδος, ἡ [[[παῖς]], [[λύμη]]] [[die haar zoon vernietigt]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 29 November 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, (λύμη) destroying her child, ἁ π. Θεστιάς A. Ch.605 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj.
qui fait périr son enfant.
Étymologie: παῖς, λύμη.
Greek Monolingual
παιδολυμάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καταστρέφει τα παιδιά («ἁ παιδολυμὰς τάλαινα Θεστιάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λύμη «βλάβη, καταστροφή» + επίθημα -άς].
Russian (Dvoretsky)
παιδολῡμάς: άδος, v.l. παιδολύμας, ᾰδος ἡ детоубийца (Θεστιάς, т. е. Ἀλθαίη, мать Мелеагра) Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδολυμάς -άδος, ἡ [παῖς, λύμη] die haar zoon vernietigt.