δημόλευστος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] [[door het volk gestenigd]].
|elnltext=δημόλευστος -ον [[[δῆμος]], [[λεύω]]] [[door het volk gestenigd]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόλευστος Medium diacritics: δημόλευστος Low diacritics: δημόλευστος Capitals: ΔΗΜΟΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dēmóleustos Transliteration B: dēmoleustos Transliteration C: dimolefstos Beta Code: dhmo/leustos

English (LSJ)

ον, publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.

Spanish (DGE)

-ον
1 producido por lapidación pública φόνος S.Ant.36.
2 lapidado por el pueblo πρέσβυς Lyc.331.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé par le peuple : δημόλευστος φόνος SOPH mort d'un supplicié lapidé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, λεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόλευστος -ον [δῆμος, λεύω] door het volk gestenigd.

Russian (Dvoretsky)

δημόλευστος: всенародно побитый камнями: φόνος δ. Soph. смерть от побиения камнями.

Greek (Liddell-Scott)

δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος, θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.

Greek Monolingual

δημόλευστος, -ον (Α)
1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό
2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].

Greek Monotonic

δημόλευστος: -ον (λεύω), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. φόνος, θάνατος μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.

Middle Liddell

λεύω
publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, Soph.