ποσσίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποσσίκροτος -ον [πούς, κρότος] daverend van voetgestamp
|elnltext=ποσσίκροτος -ον [[[πούς]], [[κρότος]]] daverend van voetgestamp
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:01, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσσίκροτος Medium diacritics: ποσσίκροτος Low diacritics: ποσσίκροτος Capitals: ΠΟΣΣΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: possíkrotos Transliteration B: possikrotos Transliteration C: possikrotos Beta Code: possi/krotos

English (LSJ)

ον, A struck with the foot in dancing, Orac. ap.Hdt.1.66. II Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.

German (Pape)

[Seite 687] beim Tanze mit den Füßen geschlagen, Orak. bei Her. 1, 66 (A. P. XIV, 76). – Auch akt., mit den Füßen schlagend, stampfend, Orph. H. 30, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé avec les pieds.
Étymologie: πούς, κρότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποσσίκροτος -ον [πούς, κρότος] daverend van voetgestamp

Russian (Dvoretsky)

ποσσίκροτος: ударяемый ногами, т. е. превосходный для хороших плясок (Τεγέη Her.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)
2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. του πούς + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].

Greek Monotonic

ποσσίκροτος: -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποσσίκροτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ποδῶν ἐν χορῷ κροτούμενος, δώσω σοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ κροτῶν διὰ τῶν ποδῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 2.

Middle Liddell

ποσσί-κροτος, ον,
struck with the foot in dancing, Orac. ap. Hdt.