πυρηφόρος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυρηφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend:. πεδίον πυρηφόρον tarwe-voortbrengende vlakte Od. 3.495. | |elnltext=πυρηφόρος -ον [[[πυρός]], [[φέρω]]] tarwe voortbrengend:. πεδίον πυρηφόρον tarwe-voortbrengende vlakte Od. 3.495. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, poet. for πυροφόρος, wheatbearing, πεδίον Od.3.495, h.Ap.228.
German (Pape)
[Seite 821] poet. statt πυροφόρος, Weizen tragend; πεδίον, Od. 3, 495; h. Apoll. 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πυροφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρηφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend:. πεδίον πυρηφόρον tarwe-voortbrengende vlakte Od. 3.495.
Russian (Dvoretsky)
πῡρηφόρος: Hom., HH = πυροφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πυροφόρος, ὁ φέρων σῖτον, σιτοφόρος, πεδίον Ὀδ. Γ. 495, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 228.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II).
Greek Monotonic
πῡρηφόρος: -ον (πυρός, φέρω), ποιητ. αντί πυροφόρος, αυτός που έχει σιτάρι, σιτοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
πῡρη-φόρος, ον, πυρός, φέρω [poetic for πυροφόρος
wheat-bearing, Od.