σιδηρόχαλκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96. | |elnltext=σιδηρόχαλκος -ον [[[σίδηρος]], [[χάλκος]]] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.
German (Pape)
[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόχαλκος: сделанный из железа и меди (τομή Luc.).
Greek Monolingual
ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.
Greek Monotonic
σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.