προστῷον: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-στῷον -ου, τό [πρό, στοά] [[voorhal]]. | |elnltext=προ-στῷον -ου, τό [[[πρό]], [[στοά]]] [[voorhal]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.377), τό, portico, Pl.Prt. 314e, 315c, IG22.1675.3, 1680.1, Plu.2.838d, etc.; written πρόστοον in IGRom.3.690.8 (Aperlae, i A.D.).—As Adj., τόποι πρόστωοι Sch. Il.20.11.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
portique placé devant un édifice.
Étymologie: πρό, στοά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-στῷον -ου, τό [πρό, στοά] voorhal.
Russian (Dvoretsky)
προστῷον: τό колоннада перед домом, портик Plat., Plut.
Greek Monotonic
προστῷον: τό (στοά), πρόναος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προστῷον: (οὐχὶ πρόστῳον, Ἀρκάδ. 120. 10), τό, τὸ πρὸ τῆς στοᾶς μέρος οἰκοδομήματος, Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, 315C, Πλούτ. 2. 838D, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε πρόστοον, ὡς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4300w. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 495. - Ὡς ἐπίθ., ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 11. - Καθ’ Ἡσύχ.: - «προστῴῳ· κοιτῶνι».