πολύαστρος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύαστρος -ον [πολύς, ἀστήρ] [[met veel sterren]]. | |elnltext=πολύαστρος -ον [[[πολύς]], [[ἀστήρ]]] [[met veel sterren]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, with many stars, starry, Διὸς ἕδος E.Ion870 (anap.).
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Sternen, Διὸς ἕδος, Eur. Ion 870.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux astres nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύαστρος -ον [πολύς, ἀστήρ] met veel sterren.
Russian (Dvoretsky)
πολύαστρος: многозвездный (Διὸς ἕδος Eur.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύαστρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.
β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄστρον (πρβλ. έν-αστρος)].
Greek Monotonic
πολύαστρος: -ον, αυτός που έχει πολλά άστρα, έναστρος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαστρος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστέρας, Εὐρ. Ἴων 870.