πύρπνους: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [πῦρ, πνέω] [[vuurspuwend]]. | |elnltext=πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [[[πῦρ]], [[πνέω]]] [[vuurspuwend]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for πύρπνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. πύρπνοος.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. πύρπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά («πύρπνοον... βέλος» — η αστραπή, Αισχύλ.).
επίρρ...
πυρπνόως Μ
(για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής) σαν πνοή φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuurspuwend.
Middle Liddell
πύρ-πνους, ουν, = πυρίπνοος
firebreathing, Τυφών Aesch., Eur.