στομάλιμνον: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $4$5") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] [[zoutwatermeer]], [[lagune]]. | |elnltext=στομάλιμνον -ου, τό [[[στόμα]], [[λίμνη]]] [[zoutwatermeer]], [[lagune]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
τό, = στομαλίμνη (salt-water lake, estuary, lagoon), Theoc. 4.23.
German (Pape)
[Seite 948] τό, = στομαλίμνη, f. L. bei Theocr. 4, 23.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η στομαλίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στομαλίμνη, με αλλαγή γένους].
Russian (Dvoretsky)
στομάλιμνον: τό лиман Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune.