μάντευμα: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(CSV import)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μάντευμα]] (-α nom., -άτων, -ασι(ν).) [[oracle]] ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ [[μάντευμα]] θυμῷ (P. 4.73) [[ὄφρα]] μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. [[Ἀπόλλων]]) (P. 5.62) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν) (P. 8.60) [[ἕλον]] δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι [[σέθεν]] ἔκγονοι, μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15) μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ [[ἄδυτον]] (Pae. 7.1)
|sltr=[[μάντευμα]] (-α nom., -άτων, -ασι(ν).) [[oracle]] ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ [[μάντευμα]] θυμῷ (P. 4.73) [[ὄφρα]] μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (''[[sc.]]'' [[Ἀπόλλων]]) (P. 5.62) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (''[[sc.]]'' Ἀλκμάν) (P. 8.60) [[ἕλον]] δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι [[σέθεν]] ἔκγονοι, μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15) μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ [[ἄδυτον]] (Pae. 7.1)
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:25, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάντευμα Medium diacritics: μάντευμα Low diacritics: μάντευμα Capitals: ΜΑΝΤΕΥΜΑ
Transliteration A: mánteuma Transliteration B: manteuma Transliteration C: mantevma Beta Code: ma/nteuma

English (LSJ)

ατος, τό, oracle, PI.P.4.73, S. OT992, E.Med.685, etc.: pl., Pi.P.8.60, Pae.7.1, Pl.Ep.311d, Supp.Epigr.3.400 (Delph.), etc.

German (Pape)

[Seite 93] τό, Orakel, Weissagung; Hes. frg. 39, 8; ἦλθέ οἱ κρυόεν μάντευμα, Pind. P. 4, 73, μαντευμάτων ἐφάψατο τέχναις, 8, 63, Πύθια, I. 6, 15; τοιοῖσδε Λοξίου πεισθεὶς μαντεύμασιν, Aesch. Prom. 672 u. öfter; θεήλατον, Soph. O. R. 992 u. sonst; θεοῦ, Eur. Med. 685 u. öfter; einzeln auch in sp. Prosa, Plat. Ep. II, 311 d; Paus.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
réponse d'un oracle.
Étymologie: μαντεύω.

Russian (Dvoretsky)

μάντευμα: ατος τό предсказание, прорицание, оракул (μαντεύματα Πύθια Pind.; μ. θεοῦ Eur.; μ. θεήλατον Soph.; μ. πυθόχρηστον Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μάντευμα: τό, ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 8, Πινδ. Π. 8. 86, καὶ Τραγ., ἐν τῷ πληθ.· ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Π. 4. 130, Σοφ. Ο. Τ. 992, Εὐρ. Μήδ. 685, κτλ.

English (Slater)

μάντευμα (-α nom., -άτων, -ασι(ν).) oracle ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν) (P. 8.60) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι, μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15) μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον (Pae. 7.1)

Spanish

oráculo, respuesta de un dios

Greek Monolingual

και μάντεμα, το (AM μάντευμα) μαντεύω
η απάντηση του μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.).

Greek Monotonic

μάντευμα: -ατος, τό, χρησμός, σε Πίνδ., Τραγ.

Middle Liddell

μάντευμα, ατος, τό,
an oracle, Pind., Trag.

English (Woodhouse)

oracle, oracular answer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

τό oráculo, respuesta de un dios πέμψον μάντευμά τε σεμνόν envía el sagrado oráculo (ref. a Apolo) P VI 16 (fr. lac.)