περαντικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περαντικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[логически рассуждающий]], [[убедительный]] (sc. [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[логический]] ([[λόγος]] Diog. L.).
|elrutext='''περαντικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[логически рассуждающий]], [[убедительный]] (''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[логический]] ([[λόγος]] Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαντικός Medium diacritics: περαντικός Low diacritics: περαντικός Capitals: ΠΕΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perantikós Transliteration B: perantikos Transliteration C: perantikos Beta Code: perantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A conclusive, Ar. Eq.1378; π. λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219. II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

περαντικός:
1 логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.);
2 логический (λόγος Diog. L.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.

Greek Monotonic

περαντικός: -ή, -όν (περαίνω), τελικός, τελειωτικός, αμφισβήτητος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»

Middle Liddell

περαντικός, ή, όν περαίνω
conclusive, logical, Ar.