Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνηγέτις: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(1ba)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynigetis
|Transliteration C=kynigetis
|Beta Code=kunhge/tis
|Beta Code=kunhge/tis
|Definition=ιδος, ἡ, fem. of <b class="b3">κυνηγέτης</b> (q.v.).
|Definition=ιδος, ἡ, fem. of [[κυνηγέτης]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνηγέτις''': -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[κυνηγέτης]], ὃ ἴδε.
|elnltext=κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] [[jaagster]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, fem. zu [[κυνηγέτης]]; [[Ἄρτεμις]], Poll. 5.13; [[αἰγανέα]], <i>der [[Jagdspieß]]</i>, Antip.Sid. 18 (VI.115), in dor. Form [[κυναγέτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγέτις:''' ιδος adj. f охотничья ([[αἰγανέη]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 25:
|lsmtext='''κῠνηγέτις:''' -ιδος, ἡ, θηλ. του [[κυνηγέτης]].
|lsmtext='''κῠνηγέτις:''' -ιδος, ἡ, θηλ. του [[κυνηγέτης]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνηγέτις:''' ιδος adj. f охотничья ([[αἰγανέη]] Anth.).
|lstext='''κῠνηγέτις''': -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[κυνηγέτης]], ὃ ἴδε.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνηγέτις, ιδος [fem. of [[κυνηγέτης]].]
|mdlsjtxt=κῠνηγέτις, ιδος [fem. of [[κυνηγέτης]].]
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέτις Medium diacritics: κυνηγέτις Low diacritics: κυνηγέτις Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΙΣ
Transliteration A: kynēgétis Transliteration B: kynēgetis Transliteration C: kynigetis Beta Code: kunhge/tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5.13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antip.Sid. 18 (VI.115), in dor. Form κυναγέτις.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).

Greek Monolingual

κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.

Middle Liddell

κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]