νηκερδής: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans profit, inutile.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρδος]].
|btext=ής, ές :<br />sans profit, inutile.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρδος]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>ohne [[Gewinn]], [[nutzlos]], [[unnütz]]</i>; [[βουλή]], [[ἔπος]], <i>Il</i>. 17.469, <i>Od</i>. 14.509; [[οἶτος]], Ap.Rh. 2.482; die <i>Vetera Lexica</i> [[erklären]] in [[Beziehung]] auf das [[Erste]] [[ἀσύνετος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νη-κερδής, ές ([[νη-]], [[κέρδος]]) [[unprofitable]], Hom.
|mdlsjtxt=νη-κερδής, ές ([[νη-]], [[κέρδος]]) [[unprofitable]], Hom.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>ohne [[Gewinn]], [[nutzlos]], [[unnütz]]</i>; [[βουλή]], [[ἔπος]], <i>Il</i>. 17.469, <i>Od</i>. 14.509; [[οἶτος]], Ap.Rh. 2.482; die <i>Vetera Lexica</i> [[erklären]] in [[Beziehung]] auf das [[Erste]] [[ἀσύνετος]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκερδής Medium diacritics: νηκερδής Low diacritics: νηκερδής Capitals: ΝΗΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: nēkerdḗs Transliteration B: nēkerdēs Transliteration C: nikerdis Beta Code: nhkerdh/s

English (LSJ)

νηκερδές (νη-, κέρδος), without gain, unprofitable, νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans profit, inutile.
Étymologie: νη-, κέρδος.

German (Pape)

ές, ohne Gewinn, nutzlos, unnütz; βουλή, ἔπος, Il. 17.469, Od. 14.509; οἶτος, Ap.Rh. 2.482; die Vetera Lexica erklären in Beziehung auf das Erste ἀσύνετος.

Russian (Dvoretsky)

νηκερδής: бесполезный, ненужный (ἔπος, βουλή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νηκερδής: -ές, (νη-) ἄνευ κέρδους, ἀνωφελής, νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· ἔπος νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): profitless, useless.

Greek Monolingual

νηκερδής, -ές (Α)
αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. α-κερδής, δυσ-κερδής].

Greek Monotonic

νηκερδής: -ές (νη-, κέρδος), αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

νη-κερδής, ές (νη-, κέρδος) unprofitable, Hom.