ἄκρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no tapado]], [[no escondido]], [[al descubierto]] παλαίσματα A.<i>Supp</i>.296, [[βρόχος]] Aen.Tact.39.6, cf. E.<i>Andr</i>.834.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀκρύπτως]] = [[no celadamente]] Phryn.<i>PS</i> 11.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no tapado]], [[no escondido]], [[al descubierto]] [[πάλαισμα|παλαίσματα]] A.<i>Supp</i>.296, [[βρόχος]] Aen.Tact.39.6, cf. E.<i>Andr</i>.834.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀκρύπτως]] = [[no celadamente]] Phryn.<i>PS</i> 11.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:22, 4 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρυπτος Medium diacritics: ἄκρυπτος Low diacritics: άκρυπτος Capitals: ΑΚΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: ákryptos Transliteration B: akryptos Transliteration C: akryptos Beta Code: a)kruptos

English (LSJ)

ον, (κρύπτω) not hidden, unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. ἀκρύπτως = without hiding Phryn.PSp.11 B.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. ἀκρύπτως = no celadamente Phryn.PS 11.

German (Pape)

[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non caché.
Étymologie: , κρυπτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκρυπτος -ον [ἀ-, κρύπτω niet verborgen, onbedekt.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.

Greek Monotonic

ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.