Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγλαόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἀγλᾰόκαρπος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[with]] [[splendid]] [[fruit]] ἀπὸ [[τᾶς]] ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[with]] [[beautiful]] wrists [ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα ([[varia lectio|v.l.]] ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) (N. 3.56) ] ἁ δὲ [[τὰς]] χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.
|sltr=<b>ἀγλᾰόκαρπος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[with]] [[splendid]] [[fruit]] ἀπὸ [[τᾶς]] ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[with]] [[beautiful]] wrists [ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα ([[varia lectio|v.l.]] ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) (N. 3.56) ] ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:50, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαόκαρπος Medium diacritics: ἀγλαόκαρπος Low diacritics: αγλαόκαρπος Capitals: ΑΓΛΑΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: aglaókarpos Transliteration B: aglaokarpos Transliteration C: aglaokarpos Beta Code: a)glao/karpos

English (LSJ)

ον, (καρπός A) A bearing beautiful or goodly fruit, of fruit-trees, ῥοιαί Od.7.115, 11.589; Σικελία Pi.Fr.106; εἰρήνη Epigr. ap. SIG274 (Delph., iv B. C.): of Demeter and the Nymphs, givers of the fruits of the earth, h.Cer.4,23. II (καρπός B) with fair wrists, of Thetis, Pi.N.3.56 (v.l. ἀγλαόκολπος).

Spanish (DGE)

-ον
de espléndidos frutos, que produce magnífica cosecha de árboles y plantas μηλέαι Od.7.115, 11.589, ἐλαῖαι h.Cer.23, βότρυς Nonn.D.41.2, de ciertas divinidades agrícolas Δημήτηρ h.Cer.4, Orph.Fr.386, Aus.243.12, Ὧραι Pi.Fr.30.6, de las épocas del año θέρος Nonn.Par.Eu.Io.4.35, de lugares Σικελία Pi.Fr.106.6, κῆποι IGPA 102.3 (Amasia, imper.), cf. Plu.2.683c
fig. εἰρήνη CEG 795.16 (Delfos IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 16] mit schönen Früchten, Hom. μηλέαι, Od. 7, 115. 11, 589; Σικελία Pind. frg. 73; ἐλαῖαι Hom. H. Cer. 23 (wie Opp. H. 4, 272; vgl. darüber Plut. Symp. 5, 8); doch ist ἑταῖραι vorzuziehen, in der Bdtg wie auch v. 4 Δημήτηρ die schöne Früchte verleihende heißt (so auch Orph. H. 1, 6; Νύμφαι ib. 51), u. Θέτις bei Pind. N. 3, 56 (ed. II. Böckh.), wo nicht an schönhändig zu denken, sondern die schöne Kinder gebärende.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits splendides.
Étymologie: ἀγλαός, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαόκαρπος: приносящий роскошные плоды (μηλέαι Hom.; ἐλαῖαι, Δημήτηρ HH; Σικελία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ὡραίους ἢ χρησίμους καρπούς, περὶ ὀπωροφόρων δένδρων· μηλέαι ἀγλ., Ὀδ. Η. 115, Λ. 589· ἀγλ. Σικελία Πινδ. Ἀποσπ. 83· οὕτως ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4, 23, ἔνθα κεῖται ὡς ἐπίθ. τῆς Δήμητρος καὶ τῶν Νυμφῶν, ὡς δοτήρων τῶν καρπῶν τῆς γῆς· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 97, τῆς Θέτιδος ὡς εὐλογούσης τὸν καρπὸν τῆς κοιλίας τῆς γυναικός, ἴδε Böckh. ἐν τόπῳ (56), ἤ, κατ’ ἄλλους, ὡς ἐχούσης κομψὴν χεῖρα, ἢ τικτούσης ἀγλαὰ τέκνα.

English (Autenrieth)

with shining fruit; of orchard trees, Od. 7.115.

English (Slater)

ἀγλᾰόκαρπος, -ον
   a with splendid fruit ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.
   b with beautiful wrists [ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα (v.l. ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) (N. 3.56) ] ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

Greek Monotonic

ἀγλαόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει ωραίους ή χρήσιμους καρπούς, σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομηρ. Ύμν. λέγεται για τη Δήμητρα, η δότρια, η χορηγός των καρπών της γης.

Middle Liddell


bearing beautiful or goodly fruit Od.: in Hhymn. of Demeter, giver of the fruits of the earth.