περικαής: Difference between revisions
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[brûlé tout autour]] <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ardent, brûlant.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[brûlé tout autour]] <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[ardent]], [[brûlant]].<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:39, 6 December 2022
English (LSJ)
ές, exceedingly fiery, burning hot, π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154; πρὸς τὴν ἁφήν ib.223, cf. Aph.5.62, etc.; χωρίον J.BJ4.8.3; π. θερμότης Thphr.Ign.44. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for... Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.
German (Pape)
[Seite 578] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 brûlé tout autour ou de tous côtés (pays);
2 p. ext. ardent, brûlant.
Étymologie: περικαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῖρα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «περικαὴς θερμότης» — ανυπόφορη θερμότητα.
επίρρ...
περικαῶς Α
(ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»
μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -καής (< θ. καη-, πρβλ. ἐ-κάη-ν, αόρ. του καίω), πρβλ. διακαής.
Greek Monotonic
περικαής: -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται ολόγυρα· επίρρ. περικαῶς ἔχειν τινός, είμαι καυτός από αγάπη για..., σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περικαής: -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ χωρίον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. θερμότης Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος πρός τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
Middle Liddell
περι-καής, ές [καίομαι]
on fire all round: adv., περικαῶς ἔχειν τινός to be hot with love for…, Plut.