ἀναμίσγω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "τι" to "τι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> mêler : τινί τι OD une chose à une autre;<br /><b>2</b> avoir des relations avec τινι.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀναμίγνυμι]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> [[mêler]] : τινί τι OD une chose à une autre;<br /><b>2</b> avoir des relations avec τινι.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀναμίγνυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:58, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίσγω Medium diacritics: ἀναμίσγω Low diacritics: αναμίσγω Capitals: ΑΝΑΜΙΣΓΩ
Transliteration A: anamísgō Transliteration B: anamisgō Transliteration C: anamisgo Beta Code: a)nami/sgw

English (LSJ)

poet. and Ion. for ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.

Spanish (DGE)

mezclar c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα Od.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, αἷμα δακρύοισι Tim.4.3
en v. med. mezclarse, entremezclarse abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται ἄτη Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, γέλως λύπῃ Call.Fr.24.3
fig. relacionarse socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199.

German (Pape)

[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 mêler : τινί τι OD une chose à une autre;
2 avoir des relations avec τινι.
Étymologie: cf. ἀναμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίσγω: Hom., Her., поэт. ἀμμίσγω Emped. = ἀναμίγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίσγω: ποιητ. καὶ Ἴων. ἀντὶ ἀναμίγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Ὀδ. Κ. 235· ἀμμίσγω Ἐμπεδ. 47 Sturz.: - Μέσ., ἀναμιγνύομαι, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τήσι ἄλλῃσι Ἡρόδ. 1. 199.

English (Autenrieth)

aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.

Greek Monolingual

ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].

Greek Monotonic

ἀναμίσγω: ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.