προχύται: Difference between revisions
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶν ( | |btext=ῶν (αἱ) :<br /><b>1</b> [[grains d'orge]] <i>ou</i> de farine que l'on brûlait sur l'autel (<i>c.</i> οὐλοχύται);<br /><b>2</b> [[feuillage]] <i>ou</i> fleurs qu’on jette sur le passage de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:51, 10 December 2022
English (LSJ)
[ῠ] (sc. κριθαί), αἱ,= οὐλοχύται, E.El.803, IA1112, 1471, A.R.1.425. II flowers or wreaths thrown to popular persons in token of honour, Plu.Dio 29.
German (Pape)
[Seite 800] αἱ, sc. κριθαί, = οὐλοχύται; προχύται τε βάλλειν πῦρ καθάρσιον ἐκ χερῶν, Eur. I. A. 1112, vgl. ib. 955. 1472; λαβὼν προχύτας ἔβαλλε βωμόν, El. 798; vgl. Ap. Rh. 1, 425, wo der Schol. auch die Erkl. giebt τὸ ὕδωρ, ὃ ἐνίβαλον εἰς τὸ οὖς τοῦ ἱερείου, ἐπὶ τὸ ἐπινεύειν τὸ ἱερεῖον, damit das Opferthier den Kopf niederneige. – Uebh. was man ausschüttet, auswirft, missilia, allerhand Dinge, die man einem bewunderten Manne zum Zeichen der Verehrung zuwirft, Plut. Dion. 29.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 grains d'orge ou de farine que l'on brûlait sur l'autel (c. οὐλοχύται);
2 feuillage ou fleurs qu’on jette sur le passage de qqn.
Étymologie: προχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προχύται -ῶν, αἱ [προχέω] sc. κριθαί gerstekorrels (om uit te strooien bij een offer); uitbr. uitgestrooide bloemen.
Russian (Dvoretsky)
προχύται: (ῠ) αἱ
1 Eur. = οὐλόχυται;
2 цветы или листва (которыми усыпался чей-л. путь) Plut.
Greek Monolingual
αἰ, Α
1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.)
2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χυτός (< χέω) κατά το οὐλοχύται].
Greek Monotonic
προχύται: [ῠ] (ενν. κριθαί), αἱ, = οὐλο-χύται, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προχύται: [ῠ], (ἐξυπακ. κριθαί), αἱ = οὐλυχύται, Εὐρ. Ἠλ. 803, Ι. Α. 1112, 1472, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 425. ΙΙ. ἄνθη ἢ στέφανοι ῥιπτόμενοι εἰς ἀνθρώπους ἀγαπητοὺς παρὰ τῷ λαῷ εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, Λατ. missilla, Πλουτ. Δίων 29.
Middle Liddell
(sc. κριθαί), αἱ = οὐλο-χύται, Eur.
English (Woodhouse)
barley meal for sprinkling over victims in sacrifice, meal for sprinkling on victims in sacrifice