φιλαρχία: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />amour du pouvoir ; | |btext=ας (ἡ) :<br />amour du pouvoir ; αἱ φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.<br />'''Étymologie:''' [[φίλαρχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:51, 10 December 2022
English (LSJ)
ἡ, love of rule, lust of power, Thphr.Char.26.1, Plb.6.49.3, Phld.Piet.22, LXX 4 Ma.2.15, Gal.Anim.Pass.1.7, Jul.Caes. 308d, freq. in Plu., as Mar.2, al.: in plural, Id.Eum.13; efforts to gain power, Id.Cic.10.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du pouvoir ; αἱ φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.
Étymologie: φίλαρχος.
Russian (Dvoretsky)
φιλαρχία: ἡ властолюбие Polyb., Plut., Diod.: αἱ φιλαρχίαι Plut. властолюбивые замыслы.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαρχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ ἄρχειν, ἐπιθυμία ἐξουσίας, Θεοφρ. Χαρακ. 26, Πολύβ. 6. 49, 3, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας· ἐν τῷ πληθ., φιλόδοξοι προσπάθειαι, Πλουτ. Εὐμ. 13, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φίλαρχος
έντονη αγάπη για αρχή, για εξουσία
αρχ.
στον πληθ. αἱ φιλαρχίαι
φιλόδοξες προσπάθειες.
Greek Monotonic
φῐλαρχία: ἡ, αγάπη για τους κανόνες, επιθυμία για δύναμη, σε Θεόκρ., Πλούτ.