ὑποτοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - " ὑπό + " to " ὑπό + ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=[[ὑποψιάζομαι]]). Ἀπό τό [[ὑπότοπος]] → ὑπό + [[τόπος]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὑποτοπῶ: [[ὑποτόπημα]], [[ὑποτοπητέον]].
|mantxt=-ῶ (=[[ὑποψιάζομαι]]). Ἀπό τό [[ὑπότοπος]] → [[ὑπό]] + [[τόπος]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὑποτοπῶ: [[ὑποτόπημα]], [[ὑποτοπητέον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=als dep. mit aor. pass., = [[ὑποπτεύω]], <i>[[argwöhnen]], [[vermuten]], [[glauben]], [[meinen]]</i>; mit dem acc. c. inf., ὑποτοπηθέντας, Her. 6.70; τί, 9.116; Ar. <i>Ran</i>. 958, <i>Thesm</i>. 503, Lys. 9.4; im act., ὑποτοπήσαντες, Thuc. 1.20, 51, und [[öfter]], und Sp.
|ptext=als dep. mit aor. pass., = [[ὑποπτεύω]], <i>[[argwöhnen]], [[vermuten]], [[glauben]], [[meinen]]</i>; mit dem acc. c. inf., ὑποτοπηθέντας, Her. 6.70; τί, 9.116; Ar. <i>Ran</i>. 958, <i>Thesm</i>. 503, Lys. 9.4; im act., ὑποτοπήσαντες, Thuc. 1.20, 51, und [[öfter]], und Sp.
}}
}}

Revision as of 12:34, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτοπέω Medium diacritics: ὑποτοπέω Low diacritics: υποτοπέω Capitals: ΥΠΟΤΟΠΕΩ
Transliteration A: hypotopéō Transliteration B: hypotopeō Transliteration C: ypotopeo Beta Code: u(potope/w

English (LSJ)

pf. A -τετόπηκα D.C. 38.42:—suspect, surmise, τι Th.1.56; c. acc. et inf., ib.20,51, Alciphr. 3.72, Procop Vand.1.18; ὑ. μὴ . . Th.2.13. 2 c. acc pers., suspect him, Id.5.116 (s. v.l.). II Med. ὑποτοπέομαι, aor. ὑπετοπήθην in med. sense:—suspect a thing, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Hdt.9.116; κάχ' ὑποτοπεῖσθαι Ar.Ra.958: c. inf., ὑποτοπηθέντες Δημάρητον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Hdt.6.70, cf. Ar.Th.496, Lys.9.4 (Scal. for ὑπετυπούμην) ; ὑποτοπεῖσθαι χρὴ ἐκ τῶν γεγραμμένων one must form an idea, Hp.Art. 33.—In Att. Prose the word generally used was ὑποπτεύω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὑπετόπουν, ao. ὑπετόπησα, pf. ὑποτετόπηκα;
soupçonner, acc. ou prop. inf.;
Moy. ὑποτοπέομαι, ὑποτοποῦμαι (ao. Pass.) m. sign.
Étymologie: ὑπό, τόπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτοπέω: ἀόρ. -ετόπησα Θουκ.· πρκμ. -τετόπηκα Δίων Κ. 38. 42. Ὑποπτεύω, ὑποψιάζομαι, τι Θουκ. 1. 56· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 20, 51, κλπ. · ὑπ. μή... ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὑποπτεύω τινά, ὁ αὐτ. 5. 116. ΙΙ. ἀρχαιότερον ἔχομεν ἀποθετ. ὑποτοπέομαι, ἀόρ. ὑπετοπήθην· - ὑποπτεύω τι, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Ἡρόδ. 9. 116· κάχ’ ὑποτοπεῖσθαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 958· μετ’ ἀπαρ., ὑποτοπηθέντες Δημάρατον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Ἡρόδ. 6. 70, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 496, Λυσίαν 114. 32. - Ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ κοινὸν ἐν χρήσει ἦν τὸ ὑποπτεύω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 20.

Greek Monotonic

ὑποτοπέω: αόρ. αʹ -ετόπησα·
I. 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.
2. με αιτ. προσ., τον υποπτεύομαι, στον ίδ.
II. ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ ὑπετοπήθην· υποψιάζομαι κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., υποπτεύομαι ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

aor1 -ετόπησα aor1 ὑπετοπήθην
I. to suspect, surmise, Thuc.; c. acc. et inf., Thuc.
2. c. acc. pers. to suspect him, Thuc.
II. so as Dep. ὑποτοπέομαι to suspect a thing, Hdt., Ar.; c. acc. et inf. to suspect that . ., Hdt., Ar.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ὑποψιάζομαι). Ἀπό τό ὑπότοποςὑπό + τόπος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὑποτοπῶ: ὑποτόπημα, ὑποτοπητέον.

German (Pape)

als dep. mit aor. pass., = ὑποπτεύω, argwöhnen, vermuten, glauben, meinen; mit dem acc. c. inf., ὑποτοπηθέντας, Her. 6.70; τί, 9.116; Ar. Ran. 958, Thesm. 503, Lys. 9.4; im act., ὑποτοπήσαντες, Thuc. 1.20, 51, und öfter, und Sp.