εὐρυκόωσα: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[ῠ] ης (ἡ),<br />qu’on entend au loin, sonore, retentissant, <i>ép. de Kêto, déesse de la mer</i>, EUPH. fr. 87.
|btext=[ῠ] ης (ἡ),<br />qu'on entend au loin, sonore, retentissant, <i>ép. de Kêto, déesse de la mer</i>, EUPH. fr. 87.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:16, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠκόωσα Medium diacritics: εὐρυκόωσα Low diacritics: ευρυκόωσα Capitals: ΕΥΡΥΚΟΩΣΑ
Transliteration A: eurykóōsa Transliteration B: eurykoōsa Transliteration C: evrykoosa Beta Code: eu)ruko/wsa

English (LSJ)

(κοάω, A = κοέω) epithet of night, variously expld. by Hsch. (-κόωσα perhaps = -μέδουσα). 2 of the sea-god dess Ceto, Euph.112.

German (Pape)

[Seite 1095] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, κοέω = ἀκούω. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85.

French (Bailly abrégé)

[ῠ] ης (ἡ),
qu'on entend au loin, sonore, retentissant, ép. de Kêto, déesse de la mer, EUPH. fr. 87.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυκόωσα: (κοάω = κοέω) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν ἕνεκα τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυκόωσα· εὐρυνόμος. ἢ πολυάστερος νύξ. ἢ μεγάλη. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς μακρόθεν ἀκουστῆς, «εὐρυκόωσα· ἡ μέγα χάσμα ἔχουσα... ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους εὐρυκόωσα Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.

Greek Monolingual

εὐρυκόωσα, ἡ (Α)
1. επίθ. της νύκτας κατά την οποία μπορεί κάποιος να ακούει σε μακρινή απόσταση λόγω της ηρεμίας
2. επίθ. της θαλάσσιας θεάς Κητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κοώ «ακούω, αντιλαμβάνομαι»].