ἀμφίθυρος: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "subst" to "subst") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀμφίθῠρος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> beoc. ἀμφίθιουρος <i>IG</i> 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.<br /><b class="num">I</b> [[de dos puertas]] οἶκος S.<i>Ph</i>.159, Plu.<i>Num</i>.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.<i>Am</i>.13, σταθμοί Nonn.<i>D</i>.3.135.<br /><b class="num">II</b> | |dgtxt=(ἀμφίθῠρος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> beoc. ἀμφίθιουρος <i>IG</i> 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.<br /><b class="num">I</b> [[de dos puertas]] οἶκος S.<i>Ph</i>.159, Plu.<i>Num</i>.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.<i>Am</i>.13, σταθμοί Nonn.<i>D</i>.3.135.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ ἀ. [[puerta trasera]] op. τὸ πρόθιουρον <i>IG</i> [[l.c.]], Poll.1.76.<br /><b class="num">2</b> τὸ ἀ. [[vestíbulo]] o [[entrada]] Theoc.14.42.<br /><b class="num">3</b> τὸ ἀ. [[cortina]], [[cortinón]] en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 17 December 2022
English (LSJ)
ον, A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as substantive, IG7.2876 (Coronea). II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.
Spanish (DGE)
(ἀμφίθῠρος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἀμφίθιουρος IG 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.
I de dos puertas οἶκος S.Ph.159, Plu.Num.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.Am.13, σταθμοί Nonn.D.3.135.
II subst.
1 ὁ ἀ. puerta trasera op. τὸ πρόθιουρον IG l.c., Poll.1.76.
2 τὸ ἀ. vestíbulo o entrada Theoc.14.42.
3 τὸ ἀ. cortina, cortinón en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίθῠρος: имеющий двери (выходы или входы) с обеих сторон, проходной (οἶκος Soph., Plut.; οἰκία Lys., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.
Greek Monolingual
ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θύρα.
Greek Monotonic
ἀμφίθῠρος: -ον (θύρα),
I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
θύρα
I. with double entrance, Soph.
II. as substantive, ἀμφίθυρον, τό, a hall, Theocr.