νηπύτιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=νηπῠτιος
|Full diacritics=νηπῠ́τιος
|Medium diacritics=νηπύτιος
|Medium diacritics=νηπύτιος
|Low diacritics=νηπύτιος
|Low diacritics=νηπύτιος

Revision as of 11:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῠ́τιος Medium diacritics: νηπύτιος Low diacritics: νηπύτιος Capitals: ΝΗΠΥΤΙΟΣ
Transliteration A: nēpýtios Transliteration B: nēpytios Transliteration C: nipytios Beta Code: nhpu/tios

English (LSJ)

ὁ, Ep. Dim. of νήπιος, A little child, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὥς Il.13.292; νηπύτιον ὥς 20.200; once in Ar., ν. γάρ ἐστ' ἔτι Nu.868. II as adjective, childish, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν Il.20.211; foolish, [βροτοί] Orph.L.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 petit enfant;
2 de petit enfant, enfantin, puéril.
Étymologie: νήπιος.

German (Pape)

α, ον, = νήπιος (νη–, ἀπύω), unmündiges Kind, Il. 20.200, 431, und übertragen, kindisches Sinnes, unverständig, töricht, Il. 21.441 und öfter; Ar. Nub. 858.

Russian (Dvoretsky)

νηπύτιος:
I (ῠ) ὁ эп. дитятко, ребеночек Hom.
ребяческий, детский (ἔπεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νηπύτιος: [ῠ], -α, -ον, Ἐπικ. ὑποκοριστ. τοῦ νήπιος (πρβλ. νηπίαχος), μικρὸν παιδίον, παιδάριον, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, νηπύτιοι ὣς Ἰλ. Ν. 292, Υ. 244· νηπύτιον ὣς Υ. 200, 431· ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ν. γάρ ἐστ’ ἔτι Νεφ. 868. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὅμοιος πρὸς παιδίον, παιδαριώδης, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι Ἰλ. Υ. 211.

English (Autenrieth)

νήπιος. (Il.)

Greek Monolingual

νηπύτιος, -ία, -ον (Α)
(υποκορ. του νήπιος)
1. μικρό παιδί, παιδάκι
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ' έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.)
3. (κατ' επέκτ.) ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος που μαρτυρείται πιθ. και στο μυκην. naputijo. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το -ύτιος είναι επίθημα που συνδέεται με το λιθουαν. υποκορ. επίθημα -utis].

Greek Monotonic

νηπύτιος: [ῠ], ὁ, ἡ, (νήπιος
I. Επικ. υποκορ. του νήπιος, μικρό παιδί, νήπιο, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
II. ως επίθ., αυτός που φέρεται σαν παιδί, παιδιάστικος, παιδαριώδης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νηπῠ́τιος, ὁ, ἡ, νήπιος
I. a little child, Il., Ar.
II. as adj. like a child, childish, Il.