προσάνειμι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=monter jusqu'à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνειμι]]².
|btext=[[monter jusqu'à]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνειμι]]².
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάνειμι Medium diacritics: προσάνειμι Low diacritics: προσάνειμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: prosáneimi Transliteration B: prosaneimi Transliteration C: prosaneimi Beta Code: prosa/neimi

English (LSJ)

(εἶμι ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.

German (Pape)

[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.

French (Bailly abrégé)

monter jusqu'à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-άνειμι omhoog gaan:. τὸ δ’ ἔτι προσανῄει het andere deel (van het leger) was nog bezig naar boven te klimmen Thuc. 7.44.3.

Russian (Dvoretsky)

προσάνειμι: εἶμι восходить, подниматься: τὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει Thuc. часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась.

Greek (Liddell-Scott)

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.

Greek Monolingual

Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῦσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].

Greek Monotonic

προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.