αἰσχυντικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui cause de la honte.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχύνω]].
|btext=ή, όν :<br />[[qui cause de la honte]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχύνω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντικός Medium diacritics: αἰσχυντικός Low diacritics: αισχυντικός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aischyntikós Transliteration B: aischyntikos Transliteration C: aischyntikos Beta Code: ai)sxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da vergüenza αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

German (Pape)

v.l. für αἰσχυντηλός, Arist. rhet. 2.6.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντικός: постыдный, позорный (αἰσχρὸς καὶ αἰ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.

Greek Monolingual

αἰσχυντικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντικός: -ή, -όν (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ή επισύρει αισχύνη, επονείδιστος, σε Αριστ.

Middle Liddell

αἰσχύνω
shameful, Arist.