δικαιοπραγία: Difference between revisions
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action juste.<br />'''Étymologie:''' [[δικαιοπραγέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[action juste]].<br />'''Étymologie:''' [[δικαιοπραγέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, just or righteous dealing, Arist.EN1133b30, Phld.Rh.1.266S., Porph.Marc.11, Jul. Ep.89; περὶ δ., title of work by Epicurus.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Heraclit.Ep.2
conducta recta Heraclit.l.c., Arist.EN 1133b30, Phld.Rh.1.266, Porph.Marc.11, 1Ep.Clem.32.3, Clem.Al.Strom.2.10.47, Origenes M.12.1609C, SB 12584.5, PMasp.2.1.1, 3.6 (todos VI d.C.)
•περὶ δικαιοπραγίας tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.28.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, gerechte Handlungsweise, nach Arist. Eth. 5, 5, 17 μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ τοῦ ἀδικεῖσθαι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιοπρᾱγία: ἡ справедливый образ действий Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπρᾱγία: ἡ δικαία διαγωγὴ ἢ πρᾶξις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 17.
Greek Monolingual
η (AM δικαιοπραγία)
το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω)
πρβλ. απραγία, δυσπραγία.
Greek Monotonic
δῐκαιοπρᾰγία: ἡ, ακριβής ή τιμία συναλλαγή, πράξη, συμπεριφορά, σε Αριστ.
Middle Liddell
δῐκαιοπρᾱγία, ἡ, n [from δῐκαιοπρᾱγέω]
just or honest dealing, Arist.