ζυγοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte le joug.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte le joug]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[φέρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 13:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζυγοφόρος Medium diacritics: ζυγοφόρος Low diacritics: ζυγοφόρος Capitals: ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zygophóros Transliteration B: zygophoros Transliteration C: zygoforos Beta Code: zugofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing the yoke, πῶλος E. HF 121 (lyr., -ηφόρος codd.); ἵπποι Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form ζυγηφόρος.

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.