Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζυγοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] = [[ζυγηφόρος]], [[ἵππος]] Plut. cup. div. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] = [[ζυγηφόρος]], [[ἵππος]] Plut. cup. div. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte le joug]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγοφόρος:''' [[несущий ярмо]], [[подъяремный]] ([[πῶλος]] Eur.; [[ἵππος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγοφόρος''': -ον, φέρων τὸν [[ζυγόν]], [[πῶλος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ [[ζυγηφόρος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.
|lstext='''ζῠγοφόρος''': -ον, φέρων τὸν [[ζυγόν]], [[πῶλος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ [[ζυγηφόρος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte le joug.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ζῠγοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ζυγό]], λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε [[ζυγό]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγοφόρος:''' [[несущий ярмо]], [[подъяремный]] ([[πῶλος]] Eur.; [[ἵππος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζῠγο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bearing]] the [[yoke]], Eur.
|mdlsjtxt=ζῠγο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bearing]] the [[yoke]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζυγοφόρος Medium diacritics: ζυγοφόρος Low diacritics: ζυγοφόρος Capitals: ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zygophóros Transliteration B: zygophoros Transliteration C: zygoforos Beta Code: zugofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing the yoke, πῶλος E. HF 121 (lyr., -ηφόρος codd.); ἵπποι Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form ζυγηφόρος.

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.