κελευθοποιός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui prépare la voie.<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]], [[ποιέω]]. | |btext=ός, όν :<br />[[qui prépare la voie]].<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]], [[ποιέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:35, 8 January 2023
English (LSJ)
όν, road-making, A.Eu.13.
German (Pape)
[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.
Russian (Dvoretsky)
κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).
Greek Monolingual
κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτοποιός, κλειθροποιός.
Greek Monotonic
κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.
Middle Liddell
κελευθο-ποιός, όν ποιέω
road-making, Aesch.