μηλόσπορος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />planté de pommiers.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[σπείρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[planté de pommiers]].<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[σπείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:58, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, set with fruit-trees, ἀκτά E.Hipp. 742 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 173] mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
planté de pommiers.
Étymologie: μῆλον², σπείρω.
Russian (Dvoretsky)
μηλόσπορος: усаженный яблоками (Ἑσπερίδων ἀκτά Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μηλόσπορος: -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.
Greek Monolingual
μηλόσπορος, -ον (Α)
φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό-σπορος].
Greek Monotonic
μηλόσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.