στομαχικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de l'estomac.<br />'''Étymologie:''' [[στόμαχος]].
|btext=ή, όν :<br />[[de l'estomac]].<br />'''Étymologie:''' [[στόμαχος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰχῐκός Medium diacritics: στομαχικός Low diacritics: στομαχικός Capitals: ΣΤΟΜΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: stomachikós Transliteration B: stomachikos Transliteration C: stomachikos Beta Code: stomaxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of the stomach, πάθος Aret.SD2.6; συγκοπή Gal.7.128. 2 disordered in the stomach, Dsc.4.38, Arr.Epict.3.21.1, Aret.CD2.6, etc.; οἱ σ. ἢ οἱ μελαγχολικοί Plu.2.732a. Adv. -κῶς Gal.8.368. 3 good for the stomach, Ruf. ap. Orib.8.47.11, Gal.6.451.

German (Pape)

[Seite 948] vom Magen, zum Magen gehörig. – Am Magen leidend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Medic.; auch im adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'estomac.
Étymologie: στόμαχος.

Russian (Dvoretsky)

στομαχῐκός: желудочный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰχῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν στόμαχον, πάθος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6· συγκοπὴ Γαλην. 2) ὁ πάσχων τὸν στόμαχον, Διοσκ. 4. 38, Ἀρεταῖ., κλπ.· μνημονεύεται μετὰ τοῦ μελαγχολικός, Πλούτ. 2. 732Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στομαχικός, -ή, -όν ΝΜΑ στόμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ.
γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.)
2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση του στομάχου (α. «και ο πατέρας του ήταν στομαχικός» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», Πλούτ.)
3. κατάλληλος, ευεργετικός για τη λειτουργία του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «ποτὸν στομαχικόν», Γαλ.).