ἀνερεύνητος: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non exploré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐρευνάω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[non exploré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐρευνάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:31, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12. 2 that cannot be searched or found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.
Spanish (DGE)
-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
•no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.
German (Pape)
[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exploré.
Étymologie: ἀ, ἐρευνάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερεύνητος:
1 неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);
2 не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v.l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
ἀνερεύνητος: -ον (ἐρευνάω),
1. αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, ανεξιχνίαστος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐρευνάω
1. not investigated, Plat.
2. that cannot be found out, inscrutable, Eur.