ἐντεσιεργός: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille harnaché.<br />'''Étymologie:''' [[ἔντος]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />][[qui travaille harnaché]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔντος]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεσῐεργός Medium diacritics: ἐντεσιεργός Low diacritics: εντεσιεργός Capitals: ΕΝΤΕΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: entesiergós Transliteration B: entesiergos Transliteration C: entesiergos Beta Code: e)ntesiergo/s

English (LSJ)

όν, working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

Spanish (DGE)

-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.

German (Pape)

[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
]qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεσιεργός: работающий в сбруе, т. е. упряжной (ἡμίονος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.

Greek Monolingual

ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐντεσιεργός: -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος, ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐντεσι-εργός, όν ἔργον
working in harness, ἡμίονοι ἐντ. draught- mules, Il.