ἦτρον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' [[ἦτορ]].
|btext=ου (τό) :<br />][[bas-ventre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἦτορ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:41, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦτρον Medium diacritics: ἦτρον Low diacritics: ήτρον Capitals: ΗΤΡΟΝ
Transliteration A: ē̂tron Transliteration B: ētron Transliteration C: itron Beta Code: h)=tron

English (LSJ)

τό, A abdomen, esp. the lower part of it, Hp.Aph.2.35, Pl.Phd. 118a, X.An.4.7.15, D.54.11, Arist.HA493a19, Sor.1.24: metaph., belly of a pot, Ar.Th.509. II pith of a reed, Nic.Th.595.

German (Pape)

[Seite 1179] τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
]bas-ventre.
Étymologie: ἦτορ.

Russian (Dvoretsky)

ἦτρον: τό
1 живот, брюшная полость (τὰ κάτω τοῦ ἤτρου Arst.): εἶχον θώρακας μέχρι τοῦ ἤτρου Xen. (халибы) имели (носили) броню до нижней части живота, т. е. закрывавшую живот; τὰ περὶ τὸ ἦ. Plat.; область живота;
2 (в сосудах), вздутие, полость, (τὸ ἦ. τῆς χύτρας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἦτρον: τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν μέρος, τὸ ὑπογάστριον, ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου τόπος, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ κοιλία αὐτοῦ, ἦτρον χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ ἐντεριώνη καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595.

Greek Monolingual

ἦτρον, το (Α)
1. το υπογάστριο
2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου
3. η εντεριώνη, η ψίχα του καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. ήτορ «καρδιά»].

Greek Monotonic

ἦτρον: τό, το μέρος κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἦτρον, ου, τό,
the part below the navel, the abdomen, Plat., Xen., etc.

English (Woodhouse)

abdomen, belly, belly of a vessel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)